λιβανωτικός

λιβανωτικός
λῐβᾰν-ωτικός, ή, όν,
A consisting in frankincense,

φορτία Raccolta Lumbroso 119

(iii B.C.), OGI 132.11 (ii B.C.).
II of or for the manufacture of frankincense, [ἐργασία] PSI6.628.5 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιβανωτικός — λιβανωτικός, ή, όν (Α) [λιβανωτός] 1. αυτός που αποτελείται από λιβάνι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιβάνι ή χρησιμοποιείται για την κατεργασία τού λιβανιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”